- κουρέλιασμα
- το, -ατος1. η μεταβολή υφασμάτων σε ράκη.2. ο εξευτελισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρέλιασμα — το [κουρελιάζω] 1. σχίσιμο υφάσματος σε μικρά κομμάτια 2. ψυχικός εκμηδενισμός κάποιου, εξευτελισμός, καταρράκωση … Dictionary of Greek
καταρράκωση — η 1. η μεταβολή σε ράκη, το κουρέλιασμα 2. εξευτελισμός, ταπείνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταρρακώνω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταρράκωσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ξέσκισμα — και ξέσχισμα, το [ξεσκίζω] 1. σχίσιμο, κομμάτιασμα, κουρέλιασμα 2. μικρό σχίσιμο τού δέρματος, αμυχή 3. μτφ. i) αναισχυντία, αναίδεια («το ξέσκισμά της δεν περιγράφεται») ii) εξαχρείωση … Dictionary of Greek
τίλση — η / τίλσις, εως, ΝΑ [τίλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τίλλω, βίαιη απόσπαση, κυρίως τριχών, μάδημα νεοελλ. 1. (σχετικά με ύφασμα) ξέφτισμα, κουρέλιασμα 2. λανάρισμα αρχ. (σχετικά με χόρτα) εκρίζωση, ξερίζωμα («τίλσις χόρτου», πάπ.) … Dictionary of Greek
καταρράκωση — η κουρέλιασμα, εξευτελισμός: Έπαθε απίστευτη καταρράκωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέσκισμα — το, ατος το σκίσιμο, το κουρέλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)